- αθερινίδες
- (atherinidae). Οικογένεια ψαριών, μερικά είδη της οποίας είναι κοινότατα στη Μεσόγειο και στον Ατλαντικό. Με την ονομασία αθερίνη χαρακτήριζαν οι αρχαίοι Έλληνες τα μικρά ψάρια και κυρίως τη μαρίδα. Οι α. είναι γενικά μικρά ψάρια και ζουν κοπαδιαστά, γι’ αυτό πιάνονται εύκολα με τράτα και επίσης με τον αθερινολόγο, ένα είδος απόχης με διάμετρο 2 μέτρα και βάθος σάκου 1,5 - 2 μέτρα. Έχουν νόστιμο κρέας και οι ψαράδες τα εκτιμούν πολύ ως δόλωμα. Αγαπούν τον ίσκιο και τα γλυφά νερά. Το γνωστότερο ψάρι της οικογένειας είναι ο παπάς, που επιστημονικά λέγεται αθερίνη ο πρεσβύτης, επειδή έχει στο σώμα του μια ασημόχρωμη ταινία σαν επιτραχήλι ιερέα. Η αθερίνη η μόκων αφθονεί στη λιμνοθάλασσα του Μεσολογγίου, όπου και αλιεύεται.
Dictionary of Greek. 2013.